βιαιομάχος

βιαιομάχος
βιαιομάχος
fighting violently
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιαιομάχος — βιαιομάχος, ο (Α) αυτός που μάχεται βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίαιος + μαχος < μάχομαι] …   Dictionary of Greek

  • βιαιομαχώ — βιαιομαχῶ ( έω) (Α) [βιαιομάχος] μάχομαι εξ επαφής, εκ του συστάδην …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”